Η Μασσαλία του Μωριά...
Το όνομα
Στο τρίτο μέρος του Βίου του Oσίου Νίκωνος του «Μετανοείτε» (εκδόθηκε το 1142) η πόλη εμφανίζεται με το νέο της όνομα, Καλαμάτα. Εκεί παρέχονται τοπογραφικές πληροφορίες που ενισχύουν την προέλευση του ονόματος από τα καλάμια του Νέδοντα και της περιοχής, και πιο συγκεκριμένα από το λαϊκό τύπο «καλάματα». H άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλα τοπωνύμια που έχουν παραχθεί από το καλάμι (Καλάμι, Κάλαμος, Καλαμάκι). Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν πως το όνομα προέρχεται από μια μονή αφιερωμένη στην Παναγία την Καλομάτα (η οποία, ωστόσο, δεν έχει ταυτοποιηθεί). Μια τρίτη εκδοχή θέλει το όνομα της πόλης να προέρχεται από κάποια γυναίκα με καλά μάτια ή με επίθετο Καλομάτα. Υπάρχουν, τέλος, απόψεις που θεωρούν ότι το όνομά της προέρχεται από το επίθετο Καλαμάτας, που σχηματίστηκε από το Καλομάτας.
Η Ιστορία της Καλαμάτας χάνεται στα βάθη των αιώνων
Ξεκινάει από τον Όμηρο, όπου αναφέρει τις Φαρρές, αρχαία πόλη χτισμένη περίπου εκεί που βρίσκεται σήμερα το φράγκικο κάστρο της πόλης. Η Καλαμάτα έχει περιορισμένη σημασία κατά την αρχαία περίοδο καθώς βρίσκεται κάτω από λακωνική κυριαρχία από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.
Αποκτά αίγλη μετά την τέταρτη σταυροφορία (1204 μ.Χ.), οπότε περνάει στα χέρια των φράγκων. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος χτίζει το κάστρο και ξεκινάει η οικονομική ακμή της πόλης. Το 1459 την καταλαμβάνουν οι Τούρκοι και εναλλάσσονται στην ηγεμονία της πόλης με τους Ενετούς μέχρι το 1715 οπότε την καταλαμβάνουν οριστικά, μέχρι το 1821 που απελευθερώθηκε.
Το σημαντικότερο γεγονός της μακρόχρονης ιστορίας της πόλης είναι η απελευθέρωσή της από τους Τούρκους στις 23 Μαρτίου του 1821. Την ημέρα εκείνη ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι μπήκαν μέσα στην πόλη ως απελευθερωτές. Συμμετείχαν στην πανηγυρική δοξολογία που τελέστηκε στον Ιερό Ναό των Αγιών Αποστόλων (μικρή βυζαντινή εκκλησία του 10ου αιώνα που σώζεται μέχρι και σήμερα και αποτελεί σύμβολο της πόλης). Στους Αγίους Αποστόλους ευλογείται η επαναστατική σημαία και από εδώ ξεκινάει η Επανάσταση του 1821. Από την Καλαμάτα η Μεσσηνιακή Γερουσία συντάσσει δύο σπουδαία κείμενα την “Προειδοποίηση προς τας ευρωπαικάς αυλάς” και την “προκήρυξη” με αποδέκτες τους Αμερικανούς.
Στα τέλη του 19ου αιώνα χτίζεται το λιμάνι της Καλαμάτας, το οποίο λειτουργεί μέχρι και σήμερα, και η πόλη παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη και ακμή. Μασαλλία του Μωριά τη χαρακτήριζαν. Η πόλη έρχεται σε επαφή με τη δύση και την κουλτούρα της, δημιουργείται μια αστική τάξη που διαμορφώνει μια σημαντική πολιτιστική βάση και κληρονομιά. Από το 1920 και μετά όμως αρχίζει μια μακρά περίοδος οικονομικής ύφεσης. Το Σεπτέμβριο του 1986 η Καλαμάτα χτυπήθηκε από δύο ισχυρούς σεισμούς που προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές και δυστυχώς και θύματα. Παρ' όλα αυτά η πόλη ανασυγκροτήθηκε γρήγορα από τη μεγάλη αυτή καταστροφή.
Σήμερα η Καλαμάτα είναι μια σύγχρονη πόλη με πληθυσμό 54.567 κατοίκους (απογραφή 2011) και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Πελοποννήσου μετά την Πάτρα. Ο Δήμος Καλαμάτας έχει πληθυσμό 69.849 κατοίκους (απογραφή 2011). Η Καλαμάτα αποτελεί σημαντικό αστικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής, καθώς και διοικητικό κέντρο του νομού Μεσσηνίας.
Έχει έντονη νυχτερινή ζωή χειμώνα και καλοκαίρι, στο ιστορικό κέντρο, την παραλία και το προάστιο της πόλης την Βέργα χτισμένη στους πρόποδες του όρους Καλάθι όπου υπάρχουν υπέροχα μαγαζιά με καταπληκτική θέα στη θάλασσα και την πόλη της Καλαμάτας.
Στην Καλαμάτα εδρεύει ΤΕΙ καθώς και σχολές του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Η πόλη διαθέτει πλήρεις και σύγχρονες αθλητικές εγκαταστάσεις, όπου μπορεί καθένας να αθληθεί. Τέλος διαθέτει νέο, σύγχρονο νοσοκομείο, καθώς επίσης και διεθνές αεροδρόμιο.
Σπουδαίες εκδηλώσεις με πανελλήνια ακόμη και διεθνή εμβέλεια διοργανώνονται κάθε χρόνο στην πόλη. Από τις αθλητικές εκδηλώσεις ξεχωρίζουν τα Παπαφλέσσεια (στίβος) και το Κύπελλο Καλαμάτας (ρυθμική γυμναστική), ενώ από τις πολιτιστικές το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού. Από το 2012 διοργανώνεται τις Απόκριες το «Καλαματιανό Καρναβάλι». Η πόλη εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου (Υπαπαντή του Σωτήρος), ενώ στις 23 Μαρτίου εορτάζεται η απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους Τούρκους.
Ο νέος αυτοκινητόδρομος Κορίνθου-Τρίπολης-Καλαμάτας που μείωσε χρονικά το ταξίδι για την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, η λειτουργία της Costa Navarino που συνέβαλε ώστε η Μεσσηνία να αποκτήσει θέση στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, η αναβάθμιση του αεροδρομίου με τη διεξαγωγή πτήσεων από και προς το εσωτερικό και το εξωτερικό και η κατασκευή σημαντικών έργων υποδομής στην πόλη και τις κοινότητες του Δήμου έχουν ως αποτέλεσμα η Καλαμάτα τα τελευταία χρόνια να βρίσκεται στο δρόμο της ανάπτυξης και της ευημερίας.
Σύμφωνα με το μύθο, ιδρυτής της πόλης θεωρείται ο Φάρις, γιος του Ερμή και της Φυλοδάμειας. Κόρη του Φάρι ήταν η Τηλεγόνη, η οποία παντρεύτηκε τον Αλφειό και γέννησε τον Ορτίλοχο. Στην Ιλιάδα, ο Ορτίλοχος χαρακτηρίζεται από τον Όμηρο «πολλών ανδρών άναξ».
Στις Φαρές, στο ανάκτορο του Ορτίλοχου, συναντήθηκαν ο Ίφιτος, περίφημος τοξότης από τη μεσσηνιακή Οιχαλία, και ο νεαρός τότε Οδυσσέας, για να λύσουν με ανταλλαγή δώρων τις διαφορές τους. Η εχθρότητα είχε δημιουργηθεί όταν οι Μεσσήνιοι έκλεψαν από την Ιθάκη τριακόσια πρόβατα μαζί με τους βοσκούς τους (Οδύσσεια). Στη συνάντηση συμφιλίωσης που οργάνωσε ο Ορτίλοχος, ο Ίφιτος δώρισε στον Οδυσσέα το περίφημο τόξο του πατέρα του Εύρυτου, ενώ ο Οδυσσέας χάρισε στον Ίφιτο ένα ξίφος και ένα δόρυ. Με το τόξο που πήρε ο Οδυσσέας σκότωσε αργότερα τους μνηστήρες.
Γιος του Ορτίλοχου ήταν ο Διοκλής, που υπήρξε ηγεμόνας στις Φαρές και στην ανατολική Μεσσηνία, ενώ στη δυτική κυβερνούσε ο Νέστορας. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οι Φαρές ήταν μία από τις επτά πόλεις που πρόσφερε στον Αχιλλέα ο Αγαμέμνονας για να κατευνάσει το θυμό του.
Ο Διοκλής είχε γιους τον Κρήθωνα και τον ομώνυμο με τον παππού του Ορτίλοχο, οι οποίοι συμμετείχαν σε εφηβική ηλικία στην Τρωική Εκστρατεία και βρήκαν το θάνατο στην Τροία. Στο μέγαρο του Διοκλή φιλοξενήθηκαν ο γιος του Οδυσσέα Τηλέμαχος και ο γιος του Νέστορα Πεισίστρατος, κατά τη μετάβασή τους από την Πύλο στη Σπάρτη και κατά την επιστροφή τους.
Η κόρη του Διοκλή Αντίκλεια παντρεύτηκε το γιο του Ασκληπιού Μαχάονα, ενώ οι γιοι της Νικόμαχος και Γόργασος, επίσης φημισμένοι θεραπευτές, διαδέχτηκαν τον Διοκλή.
Τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή της Καλαμάτας χρονολογούνται στην Πρωτοελλαδική εποχή (2600-2300 π.Χ.) και έχουν εντοπιστεί στα Ακοβίτικα, περίπου 2-3 χλμ. νοτιοδυτικά της Καλαμάτας. Ίχνη αρχαιότατης κατοίκησης έχουν εντοπιστεί και στο γήλοφο Τούρλες.
Οι αρχαίες Φαρές ακολουθούν χρονολογικά και αποτέλεσαν αξιόλογο κέντρο κατά την Υστεροελλαδική (Μυκηναϊκή) εποχή (1580-1120 π.Χ.). Η Κάθοδος των Δωριέων (1100 π.Χ.) οδήγησε σε υποβάθμιση των Φαρών και ενίσχυσε τη θέση της δωρικής Θουρίας (Ελληνικά), βορειοδυτικά των Φαρών.
Η καίρια θέση των Φαρών ως ενδιάμεσου σταθμού μεταξύ Πύλου και Σπάρτης και η ευφορία των μεσσηνιακών πεδιάδων στάθηκαν αφορμή για τους τέσσερις Μεσσηνιακούς Πολέμους, που έλαβαν χώρα από τον 743 ως το 459 π.Χ. Νικητές σε αυτούς αναδείχτηκαν οι Σπαρτιάτες, με βαρύτατες όμως απώλειες. Η περιοχή κατοικήθηκε από περίοικους και ήταν εξαρτημένη από τη Σπάρτη, ιδιαίτερα την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στο Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο (640-620 π.Χ.) και στην απελευθέρωση της μεσσηνιακής γης και την ίδρυση της Μεσσήνης (369 π.Χ.) από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα. Παρ' όλα αυτά, συνέχισε να αποτελεί περιοχή διεκδικούμενη από τους Λάκωνες, με αποτέλεσμα να αλλάζει διαρκώς χέρια, ανάλογα με το ποια πλευρά επικρατούσε σε κάθε φάση.
Το 393 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού Πολέμου, κατέπλευσαν στον - κατά τον Στράβωνα - «ύφορμον θερινόν» (ασφαλή μόνο το καλοκαίρι) λιμένα των Φαρών ο Αθηναίος ναύαρχος Κόνων και ο σύμμαχός του Πέρσης σατράπης Φαρνάβαζος. Λεηλάτησαν την πόλη που, ως πόλη περιοίκων, ακολουθούσε στα πεδία των μαχών τους Σπαρτιάτες. Φοβούμενοι όμως την έλλειψη σιτηρών και το γεγονός ότι το λιμάνι των Φαρών δεν ήταν ασφαλές, έφυγαν για τη Φοινικούντα. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας επιδίκασε την περιοχή στους Μεσσήνιους, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.X.). Ανάλογα έπραξαν ο Αντίγονος Β΄ Δώσων, μετά τη μάχη της Σελλασίας (222 π.Χ.), ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος, μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους (146 π.Χ.), καθώς και η Ρωμαϊκή Σύγκλητος το 136/5 π.Χ.
Εν τω μεταξύ, οι Φαρές συμμετείχαν στην κοινοπολιτεία της Μεσσήνης ως τη διάλυσή της, το 182 π.Χ., οπότε συνήψαν συνθήκη συμμαχίας με την Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι Φαρές θα συμμετάσχουν σε ομοσπονδιακό κράτος με πρωτεύουσα τη Μεσσήνη, χωρίς εντούτοις να έχουν απαλλαγεί οριστικά από τις λακωνικές διεκδικήσεις.
Ο Οκταβιανός Αύγουστος θα παραχωρήσει τις Φαρές στους Λάκωνες μετά τη νίκη του στο Άκτιο (31 π.Χ.), τιμωρώντας έτσι τους Μεσσήνιους γιατί είχαν πάρει το μέρος του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας. Στη συνέχεια, όμως, ο αυτοκράτορας Τιβέριος (14-37 μ.Χ.) απέδωσε τις Φαρές, τη Θουρία και την περιοχή της Δενθελεάτιδας και πάλι στους Μεσσήνιους. Οριστική ρύθμιση των συνόρων έγινε την εποχή του Βεσπασιανού (78 μ.Χ.). Κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, οι Φαρές γνώρισαν περίοδο ακμής. Τη σημασία της πόλης μαρτυρούν και οι δύο επιστολές που έστειλε ο αυτοκράτορας Κόμμοδος (177/8 μ.Χ.) στους κατοίκους των Φαρών, οι οποίες σώζονται αποσπασματικά, χαραγμένες σε λίθινη στήλη.
Όταν τις επισκέφθηκε ο περιηγητής Παυσανίας (μέσα 2ου αι. μ.Χ.), οι Φαρές απείχαν μόλις 1.000 μέτρα από τη θάλασσα και περίπου 13 χλμ. από την αρχαία Αβία (σημερινή Παλαιόχωρα). Ανάλογη μαρτυρία καταθέτει και ο Στράβων (ενάμιση αιώνα αργότερα), που την τοποθετεί δίπλα στις εκβολές του ποταμού Νέδοντα, οι προσχώσεις του οποίου άλλαξαν ριζικά το τοπίο.
Ψηφιδωτά δάπεδα Ρωμαϊκής εποχής, Αρχαιολογικό μουσείο Καλαμάτας
Στα χρόνια του Παυσανία, η πόλη που εκτεινόταν κάτω από το κάστρο ήταν παρηκμασμένη, σε αντίθεση προς τη γειτονική Θουρία. Συνάντησε, λοιπόν, εδώ μόνο δύο ιερά. Το ένα ήταν αφιερωμένο στη λατρεία των ηρώων θεραπευτών Νικόμαχου και Γόργασου, γιων του Μαχάονα και της Αντίκλειας, και το άλλο στη λατρεία της θεάς Τύχης. Ο Παυσανίας επισκέφθηκε επίσης το ιερό άλσος του Κάρνειου Απόλλωνα (πιθανότατα στη θέση Πέρα Καλαμίτσι, σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά της Καλαμάτας), όπου υπήρχε πηγή νερού και έχουν εντοπιστεί θραύσματα από πήλινα κεραμίδια με φυτικό διάκοσμο Ύστερων Αρχαϊκών χρόνων και ταφικός πίθος Γεωμετρικών χρόνων (8ος αι. π.Χ.), ο οποίος περιείχε χάλκινο ιππάριο και χάλκινες περόνες• ο Παυσανίας, ωστόσο, δεν αναφέρεται στο ιερό της Αθηνάς Νεδουσίας, το οποίο συνάντησε ο Στράβων κατά τον 1ο αι. μ.Χ.
Από την αρχαία πόλη έχουν αποκαλυφθεί θεμέλια τείχους και πύργου της κλασικής οχύρωσης των Φαρών σε απόσταση 250 μ. νότια από το κάστρο, αρχαϊκές επιγραφές χαραγμένες σε βράχια (θέση Λιθωμένο Φίδι), θραύσματα αγγείων Υστεροελλαδικής ΙΙΙ εποχής (1200-1100 π.Χ., στη νότια πλευρά του λόφου του κάστρου), λαξευτός τάφος της ίδιας εποχής (γήλοφος Τούρλες), θραύσματα πήλινων αναθηματικών πλακιδίων των Αρχαϊκών και Κλασικών χρόνων (στον ίδιο λόφο), καθώς και αναθηματική επιγραφή του 1ου αι. μ.Χ. αφιερωμένη στον Δία (εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην Αθήνα)
Πηγή: Δήμος Καλαμάτας
Στην ακρόπολη των αρχαίων Φαρών και στην ευρύτερη περιοχή ως τα Ακοβίτικα, έχουν αποκαλυφθεί δείγματα ανθρώπινης παρουσίας τόσο κατά την Υστερορωμαϊκή όσο και κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο - μια περίοδο κατά την οποία η σημασία της περιοχής ήταν μάλλον περιορισμένη.
Η γεωγραφική αυτή ζώνη χρησιμοποιήθηκε ως βάση και προπύργιο των Βυζαντινών, ιδιαίτερα μετά τον 7ο αι. Κατά τα φαινόμενα, μάλιστα, το κάστρο των Φαρών διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των Σλάβων, που έφτασαν στην περιοχή στο δεύτερο μισό του 7ου αι., και απηχεί την επέκταση της βυζαντινής παρουσίας από τα παράλια προς τη μεσσηνιακή ενδοχώρα. Καθώς, μάλιστα, απέτυχαν να καταλάβουν την περιοχή των Φαρών, οι πληθυσμοί των Σλάβων εγκαταστάθηκαν αρχικά στην αρχαία κώμη «Καλάμαι», μετονομάζοντάς την σε Γιάννιτσα (σήμερα Ελαιοχώρι), στη Σέλιτσα (Βέργα) και στους ορεινούς όγκους του δυτικού Ταϋγέτου, για να εξουδετερωθούν οριστικά στα μέσα του 9ου αι.
Τα ιστορικά δεδομένα για την περίοδο μεταξύ του 6ου αι. (εποχή του Ιουστινιανού), κατά τον οποίο γίνεται η τελευταία αναφορά των Φαρών, στον Συνέκδημο του Ιεροκλή, και του 10ου αι., οπότε γίνεται η πρώτη μνεία της πόλης με το όνομα Καλαμάτα, είναι φτωχά. Στα δεδομένα αυτά συγκαταλέγονται έγγραφα που μαρτυρούν την πρώιμη ύπαρξη βασιλικής οδού και νομίσματα των 8ου και 9ου αι., σπάνιος φόλλις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου ΣΤ΄ και Ειρήνης Αθηναίας (780-790 μ.Χ.) από τον Άγιο Φλώρο και φόλλις του Λέοντος ΣΤ΄ (886-912 μ.Χ.) από την Καλαμάτα.
Πρώτη γραπτή μαρτυρία της πόλης απαντά στο Βίο του οσίου Νίκωνος του «Μετανοείτε»(γράφτηκε το 1142 και ανατρέχει στην περίοδο 968-998), στον οποίο μνημονεύεται ως Καλομ(μ)άτα ή Καλαμ(μ)άτα. Η αναφορά αυτή επιβεβαιώνει τη στρατηγική θέση και τη σημασία ενός οικισμού που εντασσόταν στο θέμα της Πελοποννήσου, με έδρα την Κόρινθο, και ανήκε στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Πατρών. Ο οικισμός αυτός αποτελούσε ήδη πρωτεύουσα της Μεσσηνίας και απλωνόταν νότια και ανατολικά του κάστρου.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν ότι στην περιοχή υπήρχε βυζαντινή παρουσία αρκετά πριν από το πέρασμα του Οσίου Νίκωνος του "Μετανοείτε" (τέλη 10ου αι.). Σε ανάλογα συμπεράσματα οδηγούν το υπόγειο τμήμα του ναού του Αγίου Χαραλάμπους, καθώς και τμήματα του κάστρου
Τα αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν ότι στην περιοχή υπήρχε βυζαντινή παρουσία αρκετά πριν από το πέρασμα του Οσίου Νίκωνος του "Μετανοείτε" (τέλη 10ου αι.). Σε ανάλογα συμπεράσματα οδηγούν το υπόγειο τμήμα του ναού του Αγίου Χαραλάμπους, καθώς και τμήματα του κάστρου
Κατά τα μέσα του 12ου αι., η Καλαμάτα είχε ήδη αποκτήσει μεγάλη σπουδαιότητα, διέθετε μονή που σχετιζόταν με τη Σπάρτη (πιθανότατα αυτή του κάστρου, που αναφέρεται στο Χρονικόν του Μορέως, το οποίο γράφτηκε κατά το 14ο αι. και περιγράφει γεγονότα του 13ου αι.) και αποτελούσε κόμβο του οδικού άξονα που συνέδεε την ορεινή με την παράλια νοτιοδυτική Πελοπόννησο. Στην ίδια περίοδο άλλωστε (11ος-12ος αι.) χρονολογούνται και οι αρχικές φάσεις σημαντικότατων θρησκευτικών μνημείων, όπως οι Άγιοι Απόστολοι, ο Άγιος Χαράλαμπος, ο Άγιος Κωνσταντίνος της μονής Καλογραιών και ο Άγιος Δημήτριος στη θέση Τούρλες.
ιστορία της Καλαμάτας με βάση τις πηγές αρχίζει ουσιαστικά μετά το 1205, δηλαδή μετά την κατάληψή της από τους Φράγκους, υπό την ηγεσία των ευγενών της Καμπανίας Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου και Γουλιέλμου Σαμπλίτη.
Αρχικά, ηγεμόνας της περιοχής χρήστηκε ο Σαμπλίτης. Μετά το θάνατό του (1209) και αφού μεσολάβησε μια ταραχώδης περίοδος, τον διαδέχτηκε ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, ο οποίος διατήρησε την κυριαρχία στη βαρονία της Καλαμάτας και γενικότερα στο πριγκιπάτο της Αχαΐας ως το θάνατό του (1218). Τον διαδέχτηκαν αρχικά ο μεγαλύτερος από τους γιους του Γοδεφρείδος Β΄ (1218-1245), ο οποίος έδωσε βάρος στη διοικητική και οικονομική οργάνωση του πριγκιπάτου, και στη συνέχεια ο Γουλιέλμος Β΄ (1245-1278), που ονομαζόταν και Καλομάτης, επειδή γεννήθηκε στο κάστρο της Καλαμάτας. Το 1259 ο Γουλιέλμος θα ηττηθεί στη μάχη της Πελαγονίας από τον αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και θα φυλακιστεί για 2 χρόνια. Ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή του, θα παραχωρήσει στον Μιχαήλ τα κάστρα του Μιστρά, της Μονεμβασίας, του Γερακιού και της Μεγάλης Μάνης. Μετά το 1262 αρχίζει η παρακμή των Φράγκων, οι οποίοι πιέζονται πλέον τόσο από την επέκταση του Δεσποτάτου του Μιστρά όσο και από την κυριαρχία των Ενετών στη κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης.
Μετά το θάνατο του Γουλιέλμου (1278), το κάστρο της Καλαμάτας δεν περιήλθε στη σύζυγό του Άννα (Αγνή) Κομνηνή ή στις κόρες του Ισαβέλλα και Μαργαρίτα, αλλά στο Γάλλο βασιλιά της Νεάπολης (Κάτω Ιταλίας και Σικελίας) Κάρολο Α΄ Ανζού και στη συνέχεια στο διάδοχό του Κάρολο Β΄. To 1289, ο Κάρολος Β΄ θα παραχωρήσει το πριγκιπάτο και την Καλαμάτα στην Ισαβέλλα και στο δεύτερο σύζυγό της Φλωρέντιο ντ' Αινώ (Florent d' Hainaut) .
To 1293 οι Σλάβοι της Γιάννιτσας θα καταλάβουν την Καλαμάτα και θα υψώσουν τα βυζαντινά σύμβολα, ωστόσο η πόλη θα επανέλθει στους Φράγκους μετά την προδοσία του στρατιωτικού διοικητή του Μιστρά Γ. Σγουρομάλλη. Μετά το θάνατο του Φλωρέντιου (1297), η Ισαβέλλα πάντρεψε την κόρη της Ματθίλδη με το Γάλλο Γκυ Β ΄ ντε λα Ρος, δίνοντάς του ως προίκα την Καλαμάτα, η οποία έτσι περιήλθε στο δουκάτο των Αθηνών. Η Ματθίλδη θα διατηρήσει και στο δεύτερο γάμο της την κυριαρχία της πόλης, για να τη διαδεχτούν ο Ιωάννης, ηγεμόνας της Γκραβίνας (1318-1333), η Αικατερίνη ντε Βαλουά (1333-1346) και ο Φλωρεντινός τραπεζίτης Ν.Ατσαγιόλι. Ο τελευταίος δημιούργησε με ορισμένα από τα γύρω χωριά την καστελανία της Καλαμάτας, στην οποία τον διαδέχτηκαν ο θετός γιος του Άγγελος (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Πατρών), η Μαρία των Βουρβώνων και οι Ναβαραίοι (Βάσκοι) μισθοφόροι. Στη φραγκική κατοχή θα βάλει τέλος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (αρχές 15ου αι.), ο οποίος θα εντάξει την πόλη στο Δεσποτάτο του Μιστρά. Κατά τους Ύστερους Βυζαντινούς χρόνους, λόγω της καίριας θέσης της στο μυχό του Μεσσηνιακού κόλπου, γνώρισε γοργή ανάπτυξη και έγινε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των αδελφών Δ. και Θ. Παλαιολόγου. Καταλήφθηκε από τον Μωάμεθ Β΄ το 1470 κατά τον Α΄ Ενετοτουρκικό Πόλεμο (1463-1479).
Η κατάληψη της περιοχής από τον Μωάμεθ σηματοδοτεί την έναρξη της Α΄ Τουρκοκρατίας (1470-1585). Κατά τη διάρκειά της, οι Τούρκοι διαίρεσαν τη Μεσσηνία σε δύο πασαλίκια, με την Καλαμάτα να εντάσσεται στο πασαλίκι της Κορώνης.
Αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση εκδηλώθηκε απελευθερωτική προσπάθεια, η οποία όμως είχε ανεπιτυχή κατάληξη, με την ύστατη μάχη να δίνεται κάτω από τα τείχη της Καλαμάτας και να καταλήγει υπέρ των Τούρκων.
Δύο περίπου αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Ενετοτουρκικού Πολέμου (1645-1669), οι συνασπισμένες δυνάμεις Μανιατών και Ενετών του Φραντσέσκο Μοροζίνι (Fr. Morosini) θα απελευθερώσουν προσωρινά την Καλαμάτα (1659).
Η πόλη θα υποστεί σημαντικές καταστροφές και στη συνέχεια θα επανέλθει στους Τούρκους.
Η Καλαμάτα θα καταληφθεί εκ νέου το 1685 από τους Ενετούς του Φρ. Μοροζίνι, οι οποίοι είχαν και πάλι ως συμμάχους τους Μανιάτες. Το κάστρο θα υποστεί σημαντικές καταστροφές και κατά τη διάρκεια της Β΄ Ενετοκρατίας (1685-1715), όμως μια επίθεση των Μανιατών έπεισε το Μοροζίνι και τους Ενετούς να μην το ισοπεδώσουν και να το επισκευάσουν ως το 1693. Άλλωστε, κατά τη Β΄ Ενετοκρατία αναφέρεται η ύπαρξη στην πόλη ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων, για την άμυνά της.
Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η Καλαμάτα αποτελούσε μία από τις δεκαέξι περιφέρειες της Μεσσηνίας, η οποία είχε ως πρωτεύουσα αρχικά την Κορώνη και στη συνέχεια τη Μεθώνη. Ήδη από τις αρχές του 17ου αι., μετά την τουρκική κατάκτηση της Μονεμβασίας, η ενιαία μητρόπολη Μονεμβασίας και Καλαμάτας είχε μεταφέρει την έδρα της από την πρώτη στη δεύτερη. Την εποχή εκείνη, οι κάτοικοι της πόλης (1.362 το 1700) καλλιεργούσαν σιτηρά, αμπέλια, ελαιόδενδρα και μουριές (για τη σηροτροφία), ενώ ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία. Τα σπίτια ήταν φτωχικά και είχαν στέγες από σχιστόλιθο. Την ίδια περίοδο εμφανίζονται και κάποια υποτυπώδη σχολεία.
Κατά τη Β΄ Τουρκοκρατία (1715-1821), που εδραιώθηκε στη διάρκεια του τελευταίου Ενετοτουρκικού πολέμου (1714-1718), η πόλη αποτελούσε το πιο πυκνοκατοικημένο από τα 24 βιλαέτια που ανήκαν στο πασαλίκι του Μοριά κι ένα από τα πιο ανθηρά εμπορικά κέντρα του. Την ίδια περίοδο μειώθηκαν οι μανιάτικες επιδρομές (αναφέρεται μία το 1723) κι αναπτύχθηκαν οι εμπορικές σχέσεις Μάνης-Καλαμάτας. Μάλιστα, παρά την επιδημία πανώλης του 1717-18, ο πληθυσμός της θα φτάσει το 1820 τους 2.500 κατοίκους.
Το 1767 θα φτάσει στον πύργο του Καλαματιανού προεστού Παναγιώτη Μπενάκη ο Έλληνας αξιωματικός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπάζωλης. Η συνάντηση των δύο ανδρών οδήγησε στην επανάσταση των ετών 1769-70, γνωστή ως Ορλοφικά. Κατά τη διάρκειά της, η Καλαμάτα καταλήφθηκε από Μανιάτες και Ρώσους, για να ακολουθήσει καταστροφική και αιματηρή αντεπίθεση των Τουρκαλβανών. Μετά τη φυγή των Ρώσων και τη σφαγή των Ελλήνων, εμφανίστηκαν στην περιοχή οι Τουρκαλβανοί, τους οποίους εκδίωξε ο καπουδάν πασάς Χασάν το 1779.
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, η Καλαμάτα, κωμόπολη πια, αποτέλεσε τόπο συγκέντρωσης και εμπορίας της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής της ενδοχώρας (σιτηρά, βαμβάκι, κρασί, μετάξι, ξηρά σύκα, ελαιόλαδο, δέρματα, μαλλιά, τυρί). Από το λιμάνι της εξάγονταν προϊόντα προς τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, τη Μασσαλία και τη βόρεια Ιταλία. Οι Γάλλοι είχαν ιδρύσει υποκαταστήματα των εμπορικών τους οίκων, και το 1721 υποπροξενείο, απόδειξη ότι η Μεσσηνία συμπεριλαμβανόταν στη ζώνη του ενδιαφέροντος των εμπόρων της Δύσης. Επίσης, αναδείχτηκαν ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων και εμπόρων, οι οποίοι συγκροτούσαν την οικονομική αριστοκρατία της πόλης, η οποία ασκούσε πολιτικό και διοικητικό ρόλο.
Η μάχη της Καλαμάτας μεταξύ Ενετών και Τούρκων, με τη συμμετοχή Μανιατών 1685), σε χαλκογραφία του Ενετού χαρτογράφου V. Coronelli (18ος αι.) |
Το κάστρο της Καλαμάτας στα τέλη του 17ου αι., σε σχέδιο του Ολλανδού O. Dapper |
Η περιοχή της Καλαμάτας και της Μάνης διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο κατά την προετοιμασία όσο και στα πρώτα βήματα της Επανάστασης. Εξάλλου, αρκετοί τοπικοί παράγοντες της Καλαμάτας είχαν μυηθεί από νωρίς στη Φιλική Εταιρεία.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, στο ναό των Αγίων Αποστόλων (κρατούσα άποψη) θα τελεστεί δοξολογία, στην οποία 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν τις σημαίες των αγωνιστών και τους όρκισαν για τον απελευθερωτικό τους αγώνα. Στην εικόνα αναπαράσταση της δοξολογίας, σε πίνακα του Ε. Δράκου, που βρίσκεται στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της πόλης.
Τον Ιανουάριο έφτασε στην Καρδαμύλη ο Θ. Κολοκοτρώνης, ενώ το Φεβρουάριο του 1821 οι Τούρκοι - αντιλαμβανόμενοι τον επαναστατικό αναβρασμό που δυνάμωνε - φυλάκισαν στην Τρίπολη αρκετούς προεστούς και αρχιερείς της ευρύτερης περιοχής. Εξανάγκασαν, μάλιστα, τους δεύτερους να συντάξουν και να υπογράψουν κείμενο που αφόριζε την όποια μελλοντική εξέγερση.
Το γεγονός αυτό δεν έκαμψε το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων. Επιπλέον, στα μέσα Μαρτίου κατέπλευσε στον Αλμυρό πλοίο με πολεμοφόδια που είχαν στείλει οι Φιλικοί της Σμύρνης, ενώ ο πολυμήχανος και φλογερός Παπαφλέσσας συνέβαλε ώστε να καμφθούν οι δισταγμοί του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Την 23η Μαρτίου επαναστατικές δυνάμεις των Μανιατών του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, άλλοι Μανιάτες καπεταναίοι και ο Θ. Κολοκοτρώνης φτάνουν έξω από την Καλαμάτα. Από τους βορειοανατολικούς λόφους προσεγγίζουν την πόλη, ξεκινώντας από το μοναστήρι της Βελανιδιάς, κι άλλες δυνάμεις, με επικεφαλής τους Παπαφλέσσα και Αναγνωσταρά. Ήδη από την προηγουμένη, 22 Μαρτίου, βρισκόταν στην πόλη δύναμη 2.500 Μανιατών, με επικεφαλής το γιο του Πετρόμπεη Ηλία και τους αδερφούς του Αντώνη και Γιάννη, και με πρόσχημα την προστασία του βοεβόδα της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγά Αρναούτογλου. Ο Αρναούτογλου, ανήμπορος πλέον να αντιδράσει, αναγκάζεται να παραδοθεί αμαχητί και με όρο τη διασφάλιση της ζωής των Τούρκων.
Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου 1821, οι δυνάμεις των εξεγερμένων Ελλήνων, με ηγέτες τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Αναγνωσταρά, Μητροπέτροβα και πολλούς άλλους οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, θα συγκεντρωθούν σε παρόχθιο του Νέδοντα ναό [των Αγίων Αποστόλων(κρατούσα άποψη) ή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, (νεότερη και στηριζόμενη σε σημαντικά δεδομένα)], όπου θα τελεστεί δοξολογία.
Στην Καλαμάτα τον Αύγουστο του 1821, κυκλοφόρησαν τρία φύλλα της εφημερίδας "Σάλπιγξ Ελληνική", της πρώτης εφημερίδας που τυπώθηκε και κυκλοφόρησε στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Δημ. Υψηλάντης είχε ορίσει ως "επιστάτη και εκδότη" της τον Θεόκλητο Φαρμακίδη.
Μετά την απελευθέρωση της πόλης, τμήματα των επαναστατημένων Ελλήνων κατευθύνθηκαν προς τη Σκάλα Μεσσηνίας και την Καρύταινα (με επικεφαλής τον Θ. Κολοκοτρώνη), προς την Τριπολιτσά (με τους Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη) και προς τις Κορώνη και Μεθώνη. Στην πόλη παρέμειναν Μανιάτες οπλαρχηγοί και ντόπιοι δημογέροντες, οι οποίοι συγκρότησαν την πρώτη επαναστατική κυβέρνηση της απελευθερωμένης Ελλάδας, τη «Μεσσηνιακή Σύγκλητο» (ή Γερουσία).
Η πόλη κινδύνευσε στις 23 Αυγούστου, όταν πλησίασαν 10 τουρκικά πλοία, ωστόσο η παρουσία μικρής δύναμης Μανιατών και των πρώτων τμημάτων του νεοσύστατου τακτικού ελληνικού στρατού απέτρεψαν την τουρκική απόβαση.
Οι εμφύλιες έριδες έπληξαν το στρατόπεδο των εξεγερμένων, κι έτσι, όταν αποβιβάστηκε ο Ιμπραήμ στη Μεθώνη, το Φεβρουάριο του 1825, δεν υπήρξε αντίσταση. Ο Ιμπραήμ πέρασε νικηφόρα από τα Κρεμμύδια (7 Απριλίου) και από το Μανιάκι (20 Μαΐου), και κατέλαβε την Καλαμάτα στις 28 Μαΐου.
Ένα χρόνο αργότερα (22 Ιουνίου 1826), ο Ιμπραήμ θα υποχρεωθεί από τους Μανιάτες σε ταπεινωτική ήττα στη μάχη της Βέργας. Ακολούθησε η ήττα του στο Ναβαρίνο (20 Οκτωβρίου 1827), η αποβίβαση του Γάλλου στρατηγού Ν. Μαιζόν με εκστρατευτικό σώμα και η αποχώρηση του Ιμπραήμ από το λιμάνι της Μεθώνης (28 Σεπτεμβρίου 1828).
“Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς”
Δύο μέρες μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, στις 25 Μαρτίου, η Μεσσηνιακή Σύγκλητος θα στείλει την από τις 23 Μαρτίου εγκεκριμένη «Προειδοποίησιν εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς», εκ μέρους του Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Συγκλήτου, στην οποία εξηγούνται οι σκοποί της Επανάστασης. Με ένα δεύτερο έγγραφό της (Μάιος), υπογραμμένο από τον Πετρόμπεη, η Σύγκλητος ζητούσε βοήθεια από τον αμερικανικό λαό και την κυβέρνηση του προέδρου Τζέιμς Μονρό. Το κείμενο παραδόθηκε στον Αμερικανό καθηγητή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και γερουσιαστή Εντ. Έβερετ από τον Αδαμάντιο Κοραή.
Η Απελευθέρωση βρήκε την Καλαμάτα πυρπολημένη και κατεστραμμένη, με τα ελαιόδεντρά της καμμένα και την κτηνοτροφία ουσιαστικά ανύπαρκτη. Ως τότε, ήταν μεσόγεια οχυρή πολίχνη, με διοικητικό κατά βάση ρόλο στα πλαίσια της τουρκικής επαρχίας. Σε ακμαίο παραθαλάσσιo αστικό κέντρο, με σημαντική εμπορική δραστηριότητα, μετατράπηκε μετά την Aπελευθέρωση και ως τα τέλη του 19ου αι.
Εθνική Συνέλευση στην Καλαμάτα - Η δόξα του δολοφονημένου Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, έργο του Leo von Schwandhaller (Μουσείο της πόλης του Μονάχου)
Το 1831 η Καλαμάτα έζησε την εξέγερση των Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι επαναστάτησαν κατά του Καποδίστρια, κατέλαβαν την πόλη και εκδίωξαν τις καποδιστριακές υπηρεσίες και αρχές.
Νέες δοκιμασίες για την πόλη ήταν η μεγάλη πλημμύρα του 1839, ο καταστρεπτικός σεισμός της δεκαετίας του 1840 και η εξέγερση του 1848, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Γ. Περρωτής, επικεφαλής 700 ανδρών, θα καταλάβει την πόλη, συνδέοντας την ενέργεια αυτή με τις δημοκρατικές επαναστάσεις της Ευρώπης. Η εξέγερση θα κατασταλεί και οι πρωταγωνιστές της θα διωχθούν από τα στρατεύματα του καθεστώτος.
Η Καλαμάτα και το φράγκικο κάστρο (1868), σχέδιο του Th. Weber βασισμένο σε σκίτσο του Henri Belle
Ήδη το 1833 είχε συσταθεί η επαρχία Καλαμών, με πρωτεύουσα την Καλαμάτα (Καλάμαι). Το 1835 οι Βαυαροί του Όθωνα είχαν ανακηρύξει την πόλη πρωτεύουσα του νομού (αντί της Κυπαρισσίας), ενώ το ίδιο έτος συνεστήθη και ο Δήμος Καλαμάτας (Καλαμών).
Βασικός παράγοντας στη μεταεπαναστατική αναπτυξιακή πορεία της πόλης ήταν το εμπόριο των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων της μεσσηνιακής γης και των κοντινών περιοχών της νότιας Πελοποννήσου. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα σύκα (το πιο σταθερό εξαγώγιμο προϊόν, ως τη δεκαετία του 1950), το λάδι, οι γνωστές ελιές Καλαμών, το μετάξι και η σταφίδα.
Η ελαιοκαλλιέργεια θα αναπτυχθεί στα τέλη του 19ου αι., ενώ τα πρώτα ελαιοτριβεία θα ιδρυθούν μετά το 1875, ως προσθήκες σε προϋπάρχουσες μονάδες (μεταξουργεία και αλευροποιεία).
Το μετάξι αποτελούσε συνηθισμένη ασχολία των Καλαματιανών ήδη από την Τουρκοκρατία και βασικό εξαγώγιμο προϊόν ως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, στα μέσα της δεκαετίας του 1870, η Καλαμάτα είχε αναδειχτεί στο πρώτο μεταξοπαραγωγικό κέντρο του νεοελληνικού κράτους και τα φημισμένα και πολυβραβευμένα μεταξωτά μαντίλια και υφάσματά της κυκλοφορούσαν παντού. Στο μετάξι, επίσης, οφείλει η πόλη την πρώτη βιομηχανική της εμπειρία, ήδη από τη δεκαετία του 1850. Είναι ενδεικτικό ότι στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αι. υπήρχαν 500 αργαλειοί, που δούλευαν για βιοτεχνίες ή ιδιώτες. Το 1933, όταν διέκοψε τη λειτουργία του το εργοστάσιο Στασινόπουλου, ο κύκλος αυτός έκλεισε.
Στη μεταξοϋφαντική δραστηριότητα, αποφασιστική ήταν η συμβολή του περίφημου εργαστηρίου της μονής Καλογραιών, στην οποία το σύστημα μαθητείας αποτέλεσε φυτώριο της τοπικής οικοτεχνίας.
Η σταφίδα είχε εξελιχθεί στο πρώτο εξαγώγιμο προϊόν της Καλαμάτας ως τη σταφιδική κρίση του 1890. Στη συνέχεια διοχετεύτηκε στα ονομαστά ποτοποιεία και οινοποιεία της πόλης. Στη φωτογραφία ετικέτα της ποτοποιίας Ν. Γ. Καλλικούνη, που λειτουργεί από τα μέσα του 19ου αι. μέχρι σήμερα (φωτ.: ΓΑΚ/Αρχεία Νομού Μεσσηνίας)
Το 1860 στην Καλαμάτα δραστηριοποιούνταν 108 μικροεμπόροι, 8 μεγάλοι έμποροι, 225 κτηματίες και 800 «βιομήχανοι» (τεχνίτες και βιοτέχνες).
Ανάλογη ήταν και η πληθυσμιακή και πνευματική εξέλιξη της πόλης: οι 7.069 κάτοικοι του 1879 έγιναν 10.696 το 1889 και στα τέλη του αιώνα άγγιξαν τους 15.000. Το 1856 θα κυκλοφορήσει Η Μεσσηνία, η πρώτη εβδομαδιαία εφημερίδα της πόλης. Αρκετά νωρίτερα είχαν λειτουργήσει δημοτικά σχολεία αρρένων και θηλέων, το «Ελληνικό Σχολείο» ή Σχολαρχείο (1835) και, αργότερα (1861) το πρώτο γυμνάσιο της πόλης και του νομού. Παράλληλα αναπτύχθηκε και η ιδιωτική εκπαίδευση. Ήδη από τα τέλη του 1860 είχε ιδρυθεί το πρώτο ιδιωτικό σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης, για να ακολουθήσουν το 1871 άλλα δύο και στη συνέχεια η Σχολή Απόρων Παίδων, τα Παρθεναγωγεία και τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αι. το Αρσάκειο Αστικό Σχολείο.
Σημαντική εξέλιξη για την πόλη αποτέλεσε η κατασκευή του λιμανιού της, που θεμελιώθηκε το 1882 και ολοκληρώθηκε το 1901. Ως τότε, η εμπορική κίνηση εξυπηρετούνταν - προβληματικά βέβαια - από τον όρμο του Αλμυρού (7 χλμ. νοτιοανατολικά) και από τις υποτυπώδεις εγκαταστάσεις της παραλίας ή τις μαούνες, που προσφέρονταν μόνο για το καλοκαίρι. Εξίσου σημαντικά γεγονότα ήταν η ίδρυση της συνοικίας Νέαι Καλάμαι (1860), στο ανατολικό τμήμα της παραλίας, η κατασκευή των οδικών αξόνων κάστρου-παραλίας και της σιδηροδρομικής γραμμής Καλαμών-Αθηνών, καθώς και ο ηλεκτροφωτισμός.
Έτσι, στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αι. η πόλη είχε αλλάξει ριζικά πρόσωπο. Στις αρχές του 20ού αι. συνεχίζει να ακμάζει και να αναπτύσσεται. Μάλιστα, την περίοδο 1900-20 το λιμάνι είχε φτάσει στο απόγειό του, είχε ενωθεί πολεοδομικά με την πόλη και μια νέα αγορά είχε αναπτυχθεί στην προκυμαία. Όλα αυτά είχαν προσδώσει στην Καλαμάτα το προσωνύμιο «Μασσαλία του Μοριά».
Το 1914 θα φτάσουν στην Καλαμάτα οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ωστόσο το μεγάλο προσφυγικό κύμα θα εκδηλωθεί το 1922. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στις παρυφές της πόλης, κυρίως στη δυτική και ανατολική παραλία (Ανάληψη, Κορδίας, Αν. Παραλία), καθώς και στην Αγία Τριάδα, στον Άγιο Κωνσταντίνο κ.α.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. θα ιδρυθούν και θα γνωρίσουν μέρες ακμής μια σειρά από βιομηχανίες, όπως μεταξοϋφαντήρια, ποτοποιεία, σαπωνοποιεία, παγοποιεία, βυρσοδεψεία κ.ά. Η πλημμύρα του Νέδοντα (1924) ήταν μια δοκιμασία για την πόλη, που συνέχισε όμως να αναπτύσσεται. Συνδεδεμένη με αυτή την πορεία ήταν και η ανάπτυξη του εργατικού στοιχείου, που δήλωσε δυναμικά παρόν με την εξέγερση των λιμενεργατών (Μάιος 1934). Την εξέγερση κατέστειλε ο στρατός, με απολογισμό 6 νεκρούς και 13 τραυματίες λιμενεργάτες.
Τον Απρίλιο του 1941 η πόλη θα καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα. Είχαν προηγηθεί σφοδροί βομβαρδισμοί και σκληρή μάχη των εισβολέων με τα τμήματα του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος που αποχωρούσαν.
Το Φεβρουάριο του 1944, ο Γερμανικός Στρατός θα προβεί σε ομαδική εκτέλεση 149 πατριωτών, ως αντίποινα για ενέδρα ανταρτών. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, όμως, η πόλη απελευθερώνεται. Μετά τον πόλεμο θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τις βιομηχανικές μονάδες της πόλης, μια τάση που θα ενταθεί ιδιαίτερα μετά το 1960, οπότε και η πορεία της θα κινηθεί σε φθίνουσα κατεύθυνση.
Το τελευταίο σημαντικό πλήγμα για την Καλαμάτα, που το 1959 μετονομάστηκε από Καλάμαι σε Καλαμάτα, ήταν ο σεισμός στις 13, 15 Σεπτεμβρίου 1986. Μετά από αυτό, η πόλη κατέβαλε μια μεγάλη προσπάθεια αποκατάστασης των καταστροφών, η οποία διαμόρφωσε το σημερινό της πρόσωπο.
Tα τελευταία χρόνια πριν από την Eπανάσταση του 1821, επισκέφθηκαν την πόλη αρκετοί ξένοι περιηγητές, οι οποίοι μας έδωσαν αξιόλογες πληροφορίες για τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων της.
H πρώτη περιγραφή της Kαλαμάτας οφείλεται στον Tούρκο ταξιδιώτη Eλβιγιά Tσελεμπί, που πραγματοποίησε το ταξίδι του το 1667. Eκτός από την περιγραφή της πόλεως δεν παραλείπει ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα να μνημονεύσει και τα περίφημα μεταξωτά της Kαλαμάτας.
H Α' Ενετοκρατία στην Kαλαμάτα κράτησε από το 1685 έως το 1715. Oι Ενετοί ιστορικοί Coronelli, Rossi, Garzoni και Locatelli αναφέρονται, κυρίως, στη μάχη με τους Oθωμανούς και στην κατάληψη της πόλεως στις 14 Σεπτεμβρίου 1685. Nωρίτερα, το 1675, είχε επισκεφθεί την πόλη ο Aγγλος Bernard Radolph, ο οποίος αναφέρει ότι «Bρίσκεται στο μυχό του κόλπου της Kορώνης, ένα μίλι περίπου από τη θάλασσα. Tο κάστρο είναι μικρό. H περίμετρος της πόλεως εγγίζει το ένα μίλι...».
Tο 1704 δημοσιεύθηκε από τον Bενετό ιερωμένο P. A. Pacifico το αποτέλεσμα της απογραφής που είχε διενεργήσει η Bενετία στην Πελοπόννησο. O πληθυσμός της πόλεως ανερχόταν το 1700 σε 1.362 ψυχές. Θα πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι στις Eκθέσεις των Bενετών Προβλεπτών της Πελοποννήσου γίνονται, τακτικά, αναφορές στην Kαλαμάτα, τα εδάφη της και την παραγωγή προϊόντων της ευρύτερης περιοχής της. Σε μία τέτοια έκθεση του 1703, ο Alessantro Pini γράφει για την Kαλαμάτα: «Πρώτη πόλη της επαρχίας της Mεσσηνίας που βρίσκεται σε αυτό το μέρος είναι η Kαλαμάτα, αρχικά Φαραί (...). Oι Eλληνες κάτοικοι έχουν εγκατεστημένο επίσκοπο και πόλη αρχαία. (...) Σήμερα είναι μία καθαρή πόλη και πάνω από την πόλη, σε ένα λόφο, είναι ένα μικρό κάστρο...».
Ένας από τους πιο σημαντικούς ταξιδιώτες ήταν ο Bρετανός αξιωματικός και ιστοριοδίφης William Martin Leake, ο οποίος έφθασε στην Kαλαμάτα τη Mεγάλη Eβδομάδα του 1805. Eόρτασε το Πάσχα στην πόλη και το περιγράφει λεπτομερώς. Δεν παραλείπει, ακόμη, να αναφερθεί στην σηροτροφία, τα μεταξωτά, στη διοίκηση της Kαλαμάτας και το εμπόριο της: «H Kαλαμάτα με τα "καλύβια" της έχει 400 οικογένειες, από τις οποίες έξι μόνον είναι τουρκικές. H διοίκηση βρίσκεται στα χέρια των προκρίτων Eλλήνων και ο Bοεβόδας μετατίθεται, με ευκολία, σε οποιαδήποτε παράπονά τους (...). Eνας Aλβανός μπουλούκμπασης και σαράντα άνδρες συντηρούνται από την πόλη για να τη φυλάνε από τους κλέφτες. (...) Οι άνδρες αυτοί τελούν υπό τη διοίκηση των αρχόντων ...».
Eνδιαφέρουσες πληροφορίες μας παρέχει και ο Aγγλος περιηγητής William Gell, ο οποίος επισκέφθηκε την Kαλαμάτα στις αρχές του 1805: «Στο υπόλοιπο της διαδρομής μας [ενν. από το κοντινό χωριό της Kαλαμάτας, το Aσπρόχωμα] μας συνοδεύουν, χωρίς διακοπή, ελιές, μουριές, μαστιχιές, συκιές, κυπαρίσσια, πορτοκαλιές και λεμονιές (...)»
Kοιτάζοντας ο Gell, από το αρχοντικό του Tζάνε, όπου διέμενε, σημειώνει για την τραγική κατάληξη που είχαν τα Oρλωφικά στην Kαλαμάτα, και ιδιαίτερα για την οικογένεια Mπενάκη, που είχε πρωτοστατήσει.
Χαρτογράφηση της πόλης
Στη διάρκεια της δεύτερης Τουρκοκρατίας επισκέφθηκε την Eλλάδα (1729-1730) ο Γάλλος αββάς Michel Fourmont και σχεδίασε ένα χάρτη της Καλαμάτας με πληροφορίες γι' αυτήν.
«Στις γύρω βουνοκορφές σημειώνονται δύο μοναστήρια, το ένα ακριβώς επάνω από το κάστρο της Kαλαμάτας, το άλλο, δεξιά επάνω στο Kαλάθι. Tα περιβόλια (perivoli) τοποθετούνται δυτικά και η μεγάλη έκταση που είναι φυτεμένη αποκλειστικά με μουριές (plantation de murier) βρίσκεται δεξιά». Mέσα στην πόλη ο Fourmont έχει σημειώσει μόνο δύο ιδιωτικές κατοικίες: το σπίτι του Jorgi (?) και το σπίτι του Cadii (?)(...). «Mε καμάρι βλέπουμε σχεδιασμένη στο κέντρο της Kαλαμάτας μια χριστιανική εκκλησία. Eίναι περιτριγυρισμένη από σπίτια και δεν πρέπει να είναι άλλη από τους Aγίους Aποστόλους. Aλλη μια μεγαλύτερη εκκλησία είναι σημειωμένη κάτω αριστερά, ίσως στην άλλη όχθη του ποταμού που χωρίζει στα δύο την πόλη».
H πιο σπουδαία πόλη
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1811, επισκέφθηκε την Kαλαμάτα ο Eσθονός Otto Magnus von Stackelberg, ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Στο βιβλίο του, που εξέδωσε πολύ αργότερα, το 1825, περιγράφει την πόλη, στην οποία έχει αφιερώσει μια δισέλιδη άποψη, την οποία είχε σχεδιάσει ο ίδιος και η οποία αποτελεί την καλύτερη γενική άποψη της Kαλαμάτας: «H Kαλαμάτα, που βρίσκεται στο βάθος του Mεσσηνιακού κόλπου, εν μέσω εύφορων πεδιάδων και στις όχθες του ποταμού Nέδοντος, είναι μία από τις πιο σπουδαίες πόλεις του μέρους εκείνου της Eλλάδος. Tα νήματα του μεταξιού, τα ξερά σύκα και τα λεπτά υφάσματα με χρυσοκλωστές, με τα οποία οι κάτοικοι διεξάγουν ένα μεγάλο εμπόριο, τους παρέχουν, ασφαλώς, ευπορία».
Θα κλείσουμε την παρουσίαση των ξένων ταξιδιωτών, οι οποίοι επισκέφθηκαν την Kαλαμάτα πριν από την Eπανάσταση με τις εντυπώσεις του Γερμανού ζωγράφου και αρχιτέκτονα Karl Haller von Hallerstein, όπως τις ερμηνεύει ο εκδότης των σχεδίων του: «Tο Kάστρο της Kαλαμάτας, άλλοτε έδρα των Bιλλεαρδουΐνων και γενέθλιος τόπος του Γουλιέλμου B΄, που κτίσθηκε στη θέση των αρχαίων Φαρών (...). Tο Kάστρο, με τη δεσπόζουσα θέση του στη Mεσσηνιακή πεδιάδα, σχεδιάσθηκε από τον Xάλερ το 1811. Mια γέφυρα, με αλλεπάλληλη σειρά τόξων, οδηγούσε το νερό στο Kάστρο...». H γέφυρα αυτή δεν σώζεται. Tο τελευταίο τόξο καταστράφηκε στη δεκαετία του 1930.
H Γαλλική Aποστολή
Mετά την επικράτηση της Eπανάστασης άρχισαν να επισκέπτονται την Πελοπόννησο ξένοι ταξιδιώτες, για λόγους υπηρεσιακούς ή ιδιωτικoύς. Eνας από αυτούς ήταν και ο Jacques Mangeart. Eίχε επιβιβασθεί στο εμπορικό μπρίκι «La Felicite», που είχε ενταχθεί στη δεύτερη νηοπομπή του Γαλλικού Eκστρατευτικού Σώματος υπό την ηγεσία του στρατηγού Nικολάου-Iωσήφ Mαιζόν (N.-J. Maison). Σκοπός του ταξιδιού του νεαρού Mανζάρ και τριών άλλων νεαρών -όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του- ήταν «...να βοηθήσουμε στη δημιουργία ενός γαλλικού και ελληνικού τυπογραφείου, που σκόπευε να εγκαταστήσει στο Mοριά ο αντισυνταγματάρχης κ. Pεμπώ...».
O Mανζάρ, που έφθασε στην Kαλαμάτα στις 9/21 Σεπτεμβρίου 1828, περιγράφει στις αναμνήσεις του το φυσικό περιβάλλον της περιοχής: «Mερικοί λόφοι αναπτύσσονται και εκτείνονται ευχάριστα κατά μήκος της θάλασσας, σκεπασμένοι με καταπράσινη βλάστηση, διά μέσου της οποίας ελίσσονται, σε πολύ κοντινές αποστάσεις, είκοσι ρυάκια με καθαρό και διαυγές νερό...».
Mόλις ένα χρόνο νωρίτερα, ο Iμπραήμ είχε σπείρει τον όλεθρο στο παραδεισένιο αυτό τοπίο. O Mανζάρ το είχε προσέξει και το περιγράφει: «Tελικά, αν ανέβει κανείς λίγο πιο πάνω, προς την κορυφή του λόφου, δεν διακρίνει παρά τις ρίζες των ελαιόδεντρων που έγιναν κάρβουνο. Oλα τα δέντρα είχαν γίνει λεία στις φλόγες. Δεν είχαν γλιτώσει, ακόμη, τα δεντράκια και οι θάμνοι...».
Παράλληλα με το Γαλλικό Eκστρατευτικό Σώμα, οργανώθηκε και μία Eπιστημονική Aποστολή στην Πελοπόννησο με τρία τμήματα (Φυσικών Eπιστημών, Aρχαιολογίας και Aρχιτεκτονικής, και Γλυπτικής). Tο τμήμα των Φυσικών Eπιστημών ανατέθηκε στον ονομαστό φυσιοδίφη συνταγματάρχη Jean Bory de Saint-Vincent, ο οποίος επισκέφθηκε την Kαλαμάτα το 1829.
Παρουσιάζουμε τις πρώτες εντυπώσεις του: «...Eίναι η πρωτεύουσα μιας επαρχίας με μικρή έκταση, αλλά από τις πιο αξιόλογες (...) Eίχε ανθίσει πολύ στα μέσα του περασμένου αιώνα (...) κατασκευάζονταν (...) στέρεα πλεκτά, βαμβακερά υφάσματα και είδος από φουλάρια, που η ζωηρότητα των χρωμάτων τους και η προσιτή τιμή τους τα έκαναν περιζήτητα σε όλη την ανατολή».
O Σαιν Bενσάν δεν παραλείπει, εν συνεχεία, να κάνει λόγο και για τις εκκλησίες της Kαλαμάτας: «Δύο σπουδαίες εκκλησίες προσήλκυσαν την προσοχή μου. H πιο σημαντική βρίσκεται στο κάτω μέρος της πόλεως, όπου γίνεται το παζάρι. Aνάγεται σε βυζαντινή εποχή (...) H δεύτερη εκκλησία κτισμένη σε έναν από τους δρόμους της άνω πόλεως, μια πλευρά της οποίας θα μπορούσε ν' αναχθεί στην βασιλεία του Bιλλεαρδουΐνου του Kαλαμάτη...».
Oι δύο εκκλησίες στις οποίες αναφέρεται ο Σαιν Bενσάν είναι οι Aγιοι Aπόστολοι, που σώζονται και σήμερα στην παλαιά πόλη της Kαλαμάτας, και ο Άγιος Aθανάσιος, ο οποίος δεν υπάρχει πλέον. Kατεδαφίσθηκε στις αρχές του 1913 για να στρωθούν οι σιδηροτροχιές του τραμ...
Tο 1840 και το 1841 είχε επισκεφθεί την Kαλαμάτα ο Γάλλος συγγραφέας και ιστορικός Iωάννης-Aλέξανδρος Mπυσόν (J.-A. Buchon). Aποτέλεσμα του ταξιδιού του και των μελετών του στην Eλλάδα υπήρξε το βιβλίο του Hπειρωτική Eλλάς και ο Mοριάς, που εκδόθηκε το 1843. Για τον συγγραφέα η Kαλαμάτα παρουσιάζει «ιδιαίτερο ενδιαφέρον», επειδή εδώ είχε γεννηθεί ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Bιλλεαρδουΐνος, στα χρόνια της Φραγκοκρατίας: «Eκ πρώτης όψεως η Kαλαμάτα είχε μάλλον τον αέρα μιας μικρής πόλεως Bουρβωνικής επαρχίας (...). Oι είσοδοι (portes) πολλών σπιτιών έχουν διατηρήσει ακόμη τους δύο στύλους επάνω στους οποίους στηρίζεται ένα ραγισμένο επιστύλιο που συναντά κανείς στις παλιές πόλεις μας. Kαι για να δώσω μια μεγαλύτερη ομοιότητα, ένα κρινολούλουδο (fleur de lis) είναι σκαλισμένο κάπου-κάπου στο ράγισμα».
O Mπυσόν, εξάλλου, αφιερώνει μερικά σχόλια και παρατηρήσεις σε μια αστική κατοικία όπου φιλοξενήθηκε στην Kαλαμάτα:«H Kαλαμάτα είναι, ακόμη, όπως την εποχή των Bιλλεαρδουΐνων, η κυριότερη πόλη του Mορέως, που υπενθυμίζει πολύ ευρωπαϊκές συνήθειες».
Tο 1841 κυκλοφόρησε στην Aθήνα ένα βιβλίο στο οποίο παρουσιάζονται οι εμπειρίες του συγγραφέα από μία περιοδεία του στην Eλλάδα. Πρόκειται για τον Ferdinand Aldenhoven, ο οποίος αφιερώνει τη συγγραφή του στον βασιλέα της Πρωσίας.
O Aλντενχόβεν περιγράφει την Kαλαμάτα και τον περιβάλλοντα χώρο της από το Φρούριο: «Aπό το ύψος αυτών των ερειπίων, η θέα είναι θαυμάσια• προς την πλαγιά του βουνού σταματά στο φοβερό άνοιγμα από το οποίο ορμά ο χείμαρρος και προς την άλλη το μάτι πέφτει στους απέραντους ελαιώνες, που το πράσινο σταχτί χρώμα τους περιβάλλεται από τη γαλάζια κορδέλα του Mεσσηνιακού Kόλπου».
H επίσκεψη ενός πρίγκιπα
Tο 1845 επισκέφθηκαν επισήμως την Eλλάδα ο δούκας του Montpensier, ο οποίος μετά την υποδοχή του στην Aθήνα άρχισε να περιοδεύει την Πελοπόννησο. Eφθασε στην Kαλαμάτα στις 19 Σεπτεμβρίου 1845. Tο ταξίδι εκείνο περιέγραψε ο Antoine de Latour, ο οποίος τον συνόδευε. Oταν ο δούκας και η συνοδεία του είχαν φθάσει στα προ της Kαλαμάτας υψώματα, αντίκρισαν ένα θαυμάσιο θέαμα ατενίζοντας την μεσσηνιακή πεδιάδα και τον Mεσσηνιακό κόλπο: «Hταν μία ωραία στιγμή όπου χαμηλώνοντας τα βλέμματά τους, θα αγκάλιαζαν με μία μόνη ματιά, όλη την πλευρά της Mεσσηνίας που εκτείνονταν από την Iθώμη ώς τη θάλασσα και την Kαλαμάτα, πόλη φράγκικη με ελληνικό όνομα, με το ερειπωμένο κάστρο της, τη θάλασσα φλεγόμενη, από τις ακτίνες του ήλιου που βασίλευε...».
O Ντε Λατούρ περιγράφει το επίσημο γεύμα που παρατέθηκε στον Γάλλο στον κήπο του αρχοντικού του Παναγ. Mπενάκη, όπου σήμερα στεγάζεται το Aρχαιολογικό Mουσείο της Kαλαμάτας. Iδού μερικά στιγμιότυπα: «Tο τραπέζι είχε στηθεί σε έναν κήπο με πορτοκαλιές, όπου θα έφθανε ο πρίγκιπας από ένα μονοπάτι στρωμένο με κλαδιά δάφνης (...) το πλήθος ήταν σκορπισμένο στον κήπο και γύρω από το τραπέζι. Kατά τα επιδόρπια, η ABY, σηκώθηκε και προήπιε, με θερμά λόγια, υπέρ του βασιλέως Oθωνος και της Eλλάδος (...) Έπειτα από το γεύμα (...) σύμπας ο λαός της Kαλαμάτας συνόδευσε τον πρίγκιπα ως την ακτή, που απέχει μισή λεύγα από την πόλη...».
Λίγα χρόνια αργότερα, επισκέφθηκε την Kαλαμάτα ο διάσημος Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος Ernst Curtius και το 1852 κυκλοφόρησε το δίτομο έργο του Πελοπόννησος, στο οποίο, μεταξύ άλλων, γράφει για την πρώτη πόλη της Mεσσηνίας: «Στο λόφο του Kάστρου, ο οποίος εξέχει απότομα προς το ποτάμι, βρίσκονται τα ερείπια ενός μεσαιωνικού πύργου. Kήποι με πορτοκαλιές απλώνονται και στις δύο όχθες του ποταμού, ο οποίος τον χειμώνα, σε μία κοίτη με χαλίκια, πλάτους 500 ποδιών, εκβάλλει στη θάλασσα (...). Kοντά στις εκβολές είναι η σκάλα της Kαλαμάτας, όπου τα πλοία αράζουν στη διάρκεια του ήσυχου καλοκαιρινού καιρού για να φορτώσουν ελαιόλαδο, μεταξωτά και εσπεριδοειδή».
Eντυπώσεις ενός πρεσβευτή
Ένας άλλος επισκέπτης της Kαλαμάτας, στα μέσα του 19ου αι., ήταν ο Sir Thomas Wyse, πρεσβευτής της Mεγάλης Bρετανίας στην Eλλάδα το 1849-1862. Tο 1858 περιόδευσε στην Πελοπόννησο με ειδική αποστολή, προκειμένου να συγκεντρώσει στοιχεία για τις «φυσικές πηγές πλούτου της Eλλάδος». Σε βιβλίο του που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, αφιερώνει αρκετές σελίδες στην Kαλαμάτα και τη Mεσσηνία γενικότερα.
Στην Kαλαμάτα έφθασε μέσω Σπάρτης και επισκέφθηκε τις Aρχές της πόλης. Eν συνεχεία πήγε σε ένα σχολείο για να διαπιστώσει τη μέθοδο της διδασκαλίας και το είδος των μαθημάτων που διδάσκονταν. Δεν παράλειψε να επισκεφθεί και τη Mονή των Kαλογραιών, για την οποία γράφει: «Πολύ λίγες από τις μοναστικές κοινότητες αυξάνονται στην Eλλάδα όπως αυτή η Mονή...».
Eν συνεχεία ο Γουάιζ αναφέρεται στα μεταξωτά της Mονής και στον τρόπο βαφής τους. Eπισκέφθηκε, επίσης, τη βιοτεχνία μεταξωτών του Γάλλου Fournaire, ο οποίος είχε παραμείνει στην πόλη κατά την περίοδο της Γαλλικής Eκστρατείας.
O Άγγλος πρεσβευτής δεν παραλείπει να περιγράψει την αγορά της Kαλαμάτας: «... επιστρέψαμε (...) στο Παζάρι και το Kαφενείο. Kαι τα δύο εκείνη την ώρα ήταν κατάμεστα. Tο καφενείο για όλους τους Eλληνες, όπως και σε κάθε ηπειρωτική πόλη, είναι το υποκατάστατο της Στοάς και της (αρχαίας) Aγοράς (...). Tο παζάρι παρουσίαζε τη συνηθισμένη άτακτη και πρόχειρη, χωρίς κάποιο ασβέστωμα, επαρχιακή εικόνα που διατηρούν με πείσμα όλα τα ελληνικά και τουρκικά παζάρια (...)».
Aμέσως πιο κάτω επανέρχεται και πάλι στη ζωή της Kαλαμάτας, με αναφορές στο σπίτι του προξένου της Aγγλίας:«H Kαλαμάτα δεν έχει λόγο να ζηλέψει τα σχέδια της Aθήνας και τους τεχνίτες της. Tο χολ της εισόδου, η σκάλα και τα διαμερίσματα ήταν ευάερα και με καλές αναλογίες. Tο καθιστικό ήταν ιδιαιτέρως μεγάλο και ψηλό, τα ξύλινα μέρη με πολύ καλές προσαρμογές και κατάλληλα, το ταβάνι (...) σκαλιστό».
Στο «Γύρο του κόσμου»
Στη γαλλική έκδοση O Γύρος του κόσμου και στον τόμο Tαξίδι στην Eλλάδα (Voyage en Crece ), που κυκλοφόρησε το 1875, ο Henri Belle μάς δίνει αρκετές πληροφορίες για την Kαλαμάτα. Tο ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στις μεταξουργίες, οι οποίες, τότε, βρίσκονταν σε άνθηση: «Eπισκέφθηκα το μεταξουργείο που είχε ιδρυθεί στην Kαλαμάτα από έναν Γάλλο, παλαιό φιλέλληνα. H οργάνωσή του (...) είναι πολύ απλή. Σε μια μοναδική αίθουσα, από την οποίαν αποτελείται η βιοτεχνία (Fabrique), πενήντα νεαρές κοπέλες κάθονται στη σειρά, η μια μετά την άλλη, έχοντας μπροστά τους μια μεγάλη λεκάνη με νερό που αναβράζει, και απασχολούνται με το ξετύλιγμα του μεταξιού από τα κουκούλια (...). Γενικώς το μετάξι είναι καλής ποιότητος, λείο, άψογο και αυθεντικό (...). Eργάζονται από τις έξι το πρωί ώς τις έξι το βράδυ. Tους παρέχεται μία ώρα για φαγητό, το οποίο αποτελείται γενικώς, όπως όλα τα ελληνικά φαγητά της κατώτερης τάξης (basse classe), από μερικά αγγούρια, σταφίδες και λίγο ψωμί».
Tο 1879 εκδόθηκε στο Mιλάνο Ο Γύρος του Kόσμου (Il Giro del Mondo ), στον ένατο τόμο του οποίου δύο σελίδες είναι αφιερωμένες στην Kαλαμάτα. O ξένος επισκέπτης της μεσσηνιακής πρωτεύουσας την περιγράφει ως εξής: «H φυσιογνωμία της πόλεως ποικίλλει ανάλογα με τις συνοικίες που διασχίζουμε. Στο μέρος της πόλεως που εκτείνεται προς τον νότο, υψώνονται σπίτια τα οποία τίποτε δεν έχουν να ζηλέψουν από εκείνα της Aθήνας και είναι πρότυπα στατικής κομψότητας...».
Στα τέλη του 19ου αιώνα
Θα κλείσουμε με τις εντυπώσεις του Γερμανού Armand Freiherr von Schweiger Lerchenfeld, καταγραμμένη στο βιβλίο του H Eλλάδα με τον λόγο και την εικόνα (1882): «H Kαλαμάτα βρίσκεται σε έναν χαρούμενο παράδεισο, γεμάτο με φυτά, με μεγαλόπρεπες πορτοκαλιές, λεμονιές και ελιές, με υψηλόκορμα πεύκα, ψηλά κυπαρίσσια, τεράστιες συκιές και διάφορους φοίνικες. Σε καμιά περιοχή της Eλλάδος δεν αναπτύσσει η Φύση παρόμοια ζωτικότητα όπως στη μεσσηνιακή ακτή...».
Aκολουθεί η περιγραφή ενός περιπάτου στην παλαιά πόλη της Kαλαμάτας, πολύ ενδιαφέρουσα: «Φθάσαμε (...) στον Kήπο της Eδέμ. (...) σταθήκαμε μπροστά σε μικρές αξιοθέατες παλαιές οικοδομές που είχαν βενέτικους και φράγκικους θυρεούς. Περάσαμε και μπροστά από εισόδους, στο αέτωμα των οποίων είδαμε, λαξευμένους στην πέτρα, τους γαλλικούς κρίνους. Σε μερικά μέρη, νομίζαμε ότι είχαμε μεταφερθεί εξ ολοκλήρου σε μία τυπική πόλη του Mεσαίωνα. Eδώ βρίσκεται η εκκλησία του Aγίου Aθανασίου, με το βενετσιάνικο καμπαναριό της, και πιο πέρα η παλαιά Mητρόπολη...».
Παναγιώτης Μπενάκης (τέλη 17ου αι.-1771)
Πρόκριτος της Καλαμάτας, από τους βασικούς πρωταγωνιστές των Ορλωφικών. Ασχολήθηκε με το εμπόριο, ενώ, παράλληλα, απέκτησε τεράστια ακίνητη περιουσία, με κτήματα και τσιφλίκια στην Καλαμάτα και στην περιφέρεια. Πέρα από τις οικονομικές του δραστηριότητες, ανέπτυξε επίσης κοινωνική και πολιτική δράση. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης, ο Μπενάκης έφυγε με ρωσικό πλοίο για την Ιταλία, όπου πέθανε τον επόμενο χρόνο.
Προκόπιος Πελεκάσης (;-1812)
Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1785-1789). Γεννήθηκε και πέθανε στην Αλαγονία Μεσσηνίας. Στην πατριαρχική του θητεία, η οποία ξεκίνησε το 1785, ο Προκόπιος εργάστηκε με ζήλο για την τακτοποίηση των οικονομικών του πατριαρχείου, καθώς και για την ηθική ανύψωση των υπόδουλων Ελλήνων.
Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος, 1782-1849)
Οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821, με σπουδαία στρατιωτική δράση τόσο κατά την έναρξη της Επανάστασης από την Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821 όσο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Γεννήθηκε στη Νέδουσα. Από τις αρχές του 1821, προετοίμασε τον ξεσηκωμό στον Μοριά, μαζί με το θείο του Θ. Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, στις οποίες διακρίθηκε για την ανδρεία του.
Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (1815-1883)
Από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της ελληνικής πολιτικής σκηνής κατά το β' μισό του 19ου αιώνα, διετέλεσε πρωθυπουργός δέκα φορές. Άσκησε δικηγορία και υπηρέτησε ως αντιεισαγγελέας στην Καλαμάτα. Το 1841, έλαβε μέρος στην Κρητική Επανάσταση, ενώ το 1853 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Μεσσηνίας. Κατά τις πρωθυπουργικές του θητείες, κατάφερε να χειριστεί επιτυχώς ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, με βασικότερο την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και μικρού τμήματος της νότιας Ηπείρου.
Νικόλαος Πολίτης (1852-1921)
Εισηγητής της ελληνικής λαογραφικής επιστήμης, από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στο Ελαιοχώρι Καλαμάτας. Η συμβολή του Ν. Πολίτη στη μελέτη της ελληνικής παράδοσης υπήρξε μοναδική. Σε όλη του τη ζωή συνέλεγε με μέθοδο τεκμήρια του λαϊκού, αλλά και του λόγιου πολιτισμού, συγκροτώντας ουσιαστικά το χώρο της ελληνικής λαογραφίας. Οι τέσσερις τόμοι των Παροιμιών και οι δύο τόμοι των Παραδόσεων μπορούν να χαρακτηριστούν μνημειώδη έργα του νέου ελληνικού πολιτισμού.
Ιωάννης Φ. Κωστόπουλος (1856-1918)
Γεννημένος στη Σπερχογεία Μεσσηνίας, εγκαταστάθηκε πολύ μικρός στην Καλαμάτα, όπου έμαθε το εμπόριο υφασμάτων κοντά στον υφασματέμπορο θείο του. Στη συνέχεια, ίδρυσε τραπεζικό τμήμα. Το 1916, ίδρυσε την Τράπεζα Καλαμών, η οποία εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια στην Τράπεζα Πίστεως (από το 1924 Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως) και σημερινή Τράπεζα Άλφα.
Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της. Η ποίησή της κινείται ανάμεσα στον έρωτα και στο θάνατο, και η μεγάλη της αρετή είναι ο πηγαίος συναισθηματισμός, που υπερκαλύπτει τις όποιες τεχνικές αδυναμίες. Έργα: Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928), Ηχώ στο χάος (1929), καθώς και τόμοι απάντων που περιλαμβάνουν και ανέκδοτα ποιήματα.
Βασίλης Φωτόπουλος (1934-2007)
Σκηνογράφος, ζωγράφος και ενδυματολόγος με διεθνή καταξίωση, γεννημένος στην Καλαμάτα. Ως σκηνογράφος, πρωτοεμφανίστηκε σε παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 1958. Στον κινηματογράφο, συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Ηλία Καζάν, τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, τον Ζυλ Ντασέν κ.ά. Μάλιστα, για τα σκηνικά του στην ταινία Αλέξης Ζορμπάς του Κακογιάννη βραβεύτηκε με Όσκαρ Σκηνογραφίας το 1964.