Η Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος» θα παρουσιάσει κατά το διάστημα από 16/12/2013 έως 28/3/2014 την εικαστική δουλειά του μεγάλου Καλαματιανού σκηνογράφου, ενδυματολόγου και ζωγράφου Βασίλη Φωτόπουλου.
O Βασίλης Φωτόπουλος γεννήθηκε το 1934 στην Καλαμάτα. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική είχε αρχίσει με μαθητεία στον Καλαματιανό ζωγράφο Ευάγγελο Δράκο, ενώ ως έφηβος είχε μυηθεί στη βυζαντινή αγιογραφία. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ώριμη φάση της ζωής του, η τέχνη αυτή παρέμενε όχι μόνο πηγή έμπνευσης αλλά και συναισθηματικής γαλήνης.
Η πρώτη του επαφή με το θέατρο ήταν με το θίασο του «Ακροπόλ», καθώς και στο θέατρο «Μπουρνέλλη». Το 1958, ο Κωστής Μπαστιάς, τότε διευθυντής της Λυρικής, του αναθέτει τη σκηνογραφία και το σχεδιασμό των κοστουμιών για την όπερα του Τζ. Μπ. Περγκολέζι «Η υπηρέτρια κυρά». Ήταν η απαρχή της συνεργασίας του με την ΕΛΣ ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου. Δεν αρκέστηκε όμως στο σταθερό αυτό πόστο αλλά άρχισε να ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να δει από κοντά τις εξελίξεις στα εικαστικά και το θέατρο.
Κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τους Μ. Θεοδωράκη, Μ. Κακογιάννη και Μποστ για την «Όμορφη πόλη». Ακολουθεί το άνοιγμα στο εξωτερικό. Κάνει και τα 75 σκηνικά για την ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» μαζί με τον Αμερικανό Τζιν Κάλαχαν. Ο σκηνοθέτης παρέλειψε, όμως, το όνομα του Φωτόπουλου στους τίτλους. Όταν ο τελευταίος παραπονέθηκε στον Καζάν, εισέπραξε την απάντηση: «Μα ποιος θα πίστευε ότι αυτά τα σκηνικά είχαν γίνει από ένα Ελληνόπουλο...». Έτσι το Όσκαρ με το οποίο βραβεύτηκε η ταινία για τη σκηνογραφία της πήγε στον Κάλαχαν. Τελικά, η δικαίωση και διεθνής καταξίωση ήρθε με τον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Φωτόπουλος, στα 30 του μόλις χρόνια, κέρδισε το χρυσό αγαλματάκι για τη σκηνογραφική του δουλειά.
Από το 1964 έως και τη δικτατορία, μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Ελλάδος και Αμερικής, ενώ από το 1967 έως τη μεταπολίτευση έμεινε στις ΗΠΑ, με μεγάλες συνεργασίες. Ήρθε στην Ελλάδα μόνο το 1973 για να σκηνοθετήσει την ταινία «Ορέστης». Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε κατ’ αρχάς με τον Ζυλ Ντασσέν, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Νίκο Κούρκουλο αλλά και με όλους τους καλλιτεχνικούς φορείς, θεατρικούς και μη, αφήνοντας τη αισθητική του σφραγίδα σε μεγάλες παραστάσεις.
Από το 1980 αφιερώνεται στον χρωστήρα. Ατομικές εκθέσεις του Βασίλη Φωτόπουλου έχουν γίνει στο Μουσείο Βορρέ (1991), στην γκαλερί «Νέες Μορφές» (1996), στην γκαλερί «Ζουμπουλάκη» (1999). Μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του ιδίου και του αδελφού του είχε κάνει το 1997 ο «Μύλος» της Θεσσαλονίκης. Έργα του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία και σε ιδιωτικές συλλογές.
Ο Βασίλης Φωτόπουλος πέθανε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2007.