Ο Δήμος Καλαμάτας θα παρουσιάσει αναδρομική έκθεση αφιερωμένη σε έναν πολύ σημαντικό συμπατριώτη μας, έναν καλλιτέχνη με διεθνή απήχηση και έναν άνθρωπο που αγάπησε και τίμησε τον τόπο του, το Βασίλη Φωτόπουλο. Το εικαστικό του έργο ουσιαστικά παρουσιάζεται για πρώτη φορά εδώ, στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Στη Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος», όπως αναφέρθηκε σε συνέντευξη Τύπου που δόθηκε σήμερα, θα παρουσιαστεί μια ενότητα 40 άγνωστων εικαστικών έργων του Β. Φωτόπουλου, σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Μάνου Στεφανίδη. Παράλληλα θα εκδοθεί και ένας ιδιαίτερα σημαντικός κατάλογος.
Τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου, λοιπόν, στις 19.30 θα εγκαινιασθεί στη Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος» η έκθεση ζωγραφικών έργων του Βασίλη Φωτόπουλου, που θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Μαρτίου του 2014.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
O Βασίλης Φωτόπουλος γεννήθηκε το 1934 στην Καλαμάτα. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική είχε αρχίσει με μαθητεία στον Καλαματιανό ζωγράφο Ευάγγελο Δράκο ενώ ως έφηβος είχε μυηθεί στη βυζαντινή αγιογραφία. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ώριμη φάση της ζωής του, η τέχνη αυτή παρέμενε όχι μόνο πηγή έμπνευσης αλλά και συναισθηματικής γαλήνης.
Η πρώτη του επαφή με το θέατρο ήταν με το θίασο του «Ακροπόλ» στο θέατρο «Μπουρνέλλη». Το 1958, ο Κωστής Μπαστιάς, τότε διευθυντής της Λυρικής, του αναθέτει τη σκηνογραφία και το σχεδιασμό των κοστουμιών για την όπερα του Τζ. Μπ. Περγκολέζι «Η υπηρέτρια κυρά». Ήταν η απαρχή της συνεργασίας του με την ΕΛΣ ως σκηνογράφου και ενδυματολόγου. Δεν αρκέστηκε όμως στο σταθερό αυτό πόστο αλλά άρχισε να ταξιδεύει στο εξωτερικό, για να δει από κοντά τις εξελίξεις στα εικαστικά και το θέατρο.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τους Μ. Θεοδωράκη, Μ. Κακογιάννη και Μποστ για την «Όμορφη πόλη». Ακολουθεί το άνοιγμα στο εξωτερικό. Κάνει και τα 75 σκηνικά για την ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα» μαζί με τον Αμερικανό Τζιν Κάλαχαν. Όμως ο σκηνοθέτης παρέλειψε το όνομα του Φωτόπουλου στους τίτλους. Όταν ο τελευταίος παραπονέθηκε στον Καζάν, εισέπραξε την απάντηση: «Μα ποιος θα πίστευε ότι αυτά τα σκηνικά είχαν γίνει από ένα Ελληνόπουλο...». Έτσι το Όσκαρ με το οποίο βραβεύτηκε η ταινία για τη σκηνογραφία της πήγε στον Κάλαχαν. Τελικά, η δικαίωση και διεθνής καταξίωση ήρθε με το «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Φωτόπουλος, στα 30 του μόλις χρόνια, κέρδισε το χρυσό αγαλματάκι για τη σκηνογραφική του δουλειά.
Από το 1964 έως και το 1967 μοίρασε τη ζωή του μεταξύ Ελλάδας και Αμερικής ενώ από το 1967 έως τη μεταπολίτευση έμεινε στις ΗΠΑ με μεγάλες συνεργασίες. Ήρθε στην Ελλάδα μόνο το 1973 για να σκηνοθετήσει την ταινία «Ορέστης». Στη μεταπολίτευση συνεργάστηκε κατ’ αρχάς με τον Ζυλ Ντασσέν, τη Μελίνα Μερκούρη και το Νίκο Κούρκουλο αλλά και με όλους τους καλλιτεχνικούς φορείς, θεατρικούς και μη, αφήνοντας την αισθητική του σφραγίδα σε μεγάλες παραστάσεις.
Από το 1980 αφιερώνεται στο χρωστήρα. Ατομικές εκθέσεις του Βασίλη Φωτόπουλου έχουν γίνει στο Μουσείο Βορρέ (1991), στη γκαλερί «Νέες Μορφές» (1996), στη γκαλερί «Ζουμπουλάκη» (1999). Μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του ιδίου και του αδελφού του είχε κάνει το 1997 ο «Μύλος» της Θεσσαλονίκης. Έργα του υπάρχουν σε διάφορα μουσεία και σε αρκετές ιδιωτικές συλλογές.
Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ
Ένας εύκολος χαρακτηρισμός για τη ζωγραφική του θα ήταν «εξπρεσιονισμός» ή «μαγικός ρεαλισμός». Όμως το πρόβλημα ερμηνείας αρχίζει ουσιαστικά μετά από την ταξιθέτησή της. Συγκεκριμένα, ο Βασίλης Φωτόπουλος, ζωγραφίζοντας, πασχίζει κυρίως να χωρέσει τις μοναχικές φιγούρες του σ’ ένα χώρο ασφυκτικό, απροσδιόριστο. Η δυσφορία του υποκειμένου σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο και προβληματικό.
Όμως το ανθρώπινο σώμα, συχνά παραμορφωμένο ή δύσπλαστο, ενέχει εκείνη τη μυστική δύναμη που το δικαιώνει. Ένα μαύρο φως που το κάνει να λάμπει ακόμα και στο έρεβος και που αποκαλύπτει το μυστικό του κάλλος.
Ο Φωτόπουλος παραμένει σ’ όλο του το έργο ένας δημιουργός δισυπόστατος: από τη μια η γνώση τού σήμερα, η επαφή του με τις μορφές του μοντερνισμού, η ενστικτώδης αποστροφή του προς οποιαδήποτε ακαδημαϊκή ή διακοσμητική ευκολία. Κι από την άλλη η ακατασίγαστη αναζήτηση να βυθιστεί στο παρελθόν, να επιστρέψει στη μήτρα της παράδοσης, εκεί όπου αισθανόταν ασφαλής κι ολοκληρωμένος, περισσότερο τεχνίτης ταπεινός παρά καλλιτέχνης οιηματίας. Η θεματολογία του, βέβαια, υπήρξε τόσο σύγχρονη όσο και διαχρονική. Το σώμα, η μαρτυρία και το μαρτύριο του, η νεανικότητα και η αναπόφευκτη φθορά της, ο έρως – θάνατος και ο θάνατος ως συνέχεια ζωής.
Ο Βασίλης Φωτόπουλος υπήρξε ένας πρίγκιπας για τη γενιά του. Μπορούσε να είναι την ίδια στιγμή ασκητικός και πολυτελής, εγκόσμιος αλλά και πέραν του κόσμου, θεόθεν αλήτης, δηλαδή πλάνης και ανέστιος, όπως συγχρόνως αριστοκράτης και λάτρης της ζωής στην πιο υψηλή της σημασία. Την πιο υψηλή της εκδοχή. Άλλοτε βυζαντινός και άλλοτε σύγχρονος κοσμοπολίτης, ήξερε επίσης να βιώνει λάθε επειδή κατά βάθος διέθετε απόλυτη επίγνωση της αξίας του. Σε αυτή την επίγνωση οφείλεται και η ταπεινοφροσύνη του, σημειώνει ο επιμελητής της εκθέσης Μάνος Στεφανίδης.
Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος»
Ώρες λειτουργίας: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή 17.00-21.00, Σάββατο, Κυριακή 10.00-13.00
Διάρκεια έκθεσης :16/12/2013 έως 28/3/2014
Δημοτική Πινακοθήκη Καλαμάτας «Α. Τάσσος», Παπάζογλου 5, Ιστορικό Κέντρο, τηλ.: 2721088991, 2721028864, 2721095611