Κρυμμένη στα «ψιλά» γράμματα της Ιστορίας η μάχη του Διρού έχει ιδιαίτερη σημασία για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ κατά τη δεύτερη επέλασή του στη Μεσσηνία, στην προσπάθειά του να καθυποτάξει τη Μάνη. Από το πρωί της 22ας Ιουνίου 1826 ο Ιμπραήμ άρχισε την επίθεση στις οχυρωματικές θέσεις των Μανιατών στη Βέργα, ανατολικά της Καλαμάτας. Ακολούθησαν επιθέσεις και στις 23 και στις 24 Ιουνίου, κατά τις οποίες περίπου 2.500 Μανιάτες ήλθαν αντιμέτωποι με περίπου 10.000 ιππείς και πεζούς Τουρκοαιγυπτίους και τους απέκρουσαν με επιτυχία. Ο ίδιος Ιμπραήμ με μερικά πλοία για αντιπερισπασμό βομβάρδιζε τα παράλια της Μάνης, σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να μετακινήσουν οι Μανιάτες δυνάμεις από το μέτωπο της Βέργας.

Ταυτόχρονα με την επίθεσή τους εναντίον της Βέργας οι Τουρκοαιγύπτιοι επιχείρησαν αποβατική ενέργεια στον όρμο του Διρού τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουνίου. Οι λίγοι Μανιάτες που είχαν παραμείνει στα χωριά τους αντεπιτέθηκαν με θυελλώδη ορμή. Οι Μανιάτισσες, σχεδόν άοπλες, επίσης αποφάσισαν  να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Στο χωριό του Διρού είχαν παραμείνει μόνο οι γυναίκες, οι οποίες με τα δρεπάνια του θερισμού, με πέτρες, με ξύλα, και με τα σώματά τους ακόμη κυνήγησαν τους εχθρούς ως την ακρογιαλιά του Διρού. Πολλοί Αιγύπτιοι ρίχτηκαν στη θάλασσα και κολυμπώντας  προσπάθησαν να σωθούν στα πλοία. Παρά τους κανονιοβολισμούς που έριχναν τα πλοία του Ιμπραήμ προς εκφοβισμό, οι δρεπανηφόρες γυναίκες της Μάνης έγραψαν τη δική τους ιστορία. Ο όρμος του Διρού κοκκίνισε από το αίμα. «Εύγε σας, με τα εύγε σας, γυναίκες άντρες γίνατε, σαν αντρειωμένες κρούετε, σαν Αμαζόνες μάχεστε». (Από μανιάτικο μοιρολόι)

 

Βιβλιογραφία

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄(1975), σελ. 420- 421

 

Ο Σπαρτιάτης ποιητής Βασίλης Γ. Βλαχάκος γράφει:

Oι Μανιάτισσες

Λεβεντογέννες ξεφαντώνουν στους αιώνες/ σερνικομάνες με τ’ αγόρια αρμαθιά/ αντρογυναίκες και σκληρές σαν αμαζόνες/ με τα δρεπάνια γιαταγάνια και σπαθιά,/ ουράνιο τόξο, νίκες και κορώνες/ η πίστη στην καρδιά τους θάλασσα βαθιά.// Πρόσωπα στεγνά από αρχαία τραγωδία/ που τρέχουν με τη μοίρα τους ζαλιά/ φωνές που φτάνουν σαν ουράνια χορωδία/ χείλη που βγάζουν μια αλλιώτικη λαλιά,/ χορός που κάνει το μοιρολόι μελωδία,/ θάνατος και ζωή πηγαίνουν αγκαλιά.// Άνερα στόματα ξερά και πεινασμένα/ τα μυστικά τους είναι σ’ όλους φανερά /ένδοξα μέτωπα δαφνοστεφανωμένα/ κρατάνε την τιμή τους απίστευτα γερά/ μες στη χαρά τα ξεμόνια μονοιασμένα/ στου Ματαπά τον πόνο πνίγουν τα νερά.//Στήθη ’πο πέτρα στο γαλάζιο στημένα/ αιώνια θηλάζουν την αθάνατη γενιά,/ χέρια στιβαρά με ρόζους καμωμένα/ οργώνουν τις πέτρες με αξίνες και υνιά/ μάτια στο χρέος χρόνια καρφωμένα/ φυλάνε καραούλι την αδούλωτη γωνιά.